- τριτοπρόσωπος
- ος, ο[ν] грам, употребляющийся только в третьем лице (о глаголах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριτοπρόσωπος — η, ο, Ν γραμμ.> 1. αυτός που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τρίτο πρόσωπο 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τριτοπρόσωπα ρήματα που απαντούν σε τρίτο ενικό πρόσωπο και τα οποία παίρνουν, στη νέα Ελληνική, ως υποκείμενο μια πρόταση, ενώ στην… … Dictionary of Greek
τριτοπρόσωπος — η, ο αυτός που δηλώνει το τρίτο πρόσωπο της γραμματικής: Τριτοπρόσωπα ρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
τριτοπροσώπως — Μ επίρρ. βλ. τριτοπρόσωπος … Dictionary of Greek